- μονόψηφος
- μονόψηφος, -ον, δωρ. μονόψαφος (Α)1. αυτός που παίρνει αποφάσεις και ενεργεί μόνος2. αυτός που γίνεται, που εκτελείται αυτοβούλως, με προσωπική, ανεξάρτητη κρίση και απόφαση.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -ψηφος (< ψῆφος), πρβλ. ισό-ψηφος, πολύ-ψηφος].
Dictionary of Greek. 2013.